- ἐπιλεγομένῳ
- ἐπιλέγωsay in connexion withpres part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιλεγομένωι — ἐπιλεγομένῳ , ἐπιλέγω say in connexion with pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλέγω — (AM ἐπιλέγω) 1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ) 2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός») νεοελλ. λέω τον επίλογο αρχ. μσν. 1. λέω επί πλέον ή μετά από… … Dictionary of Greek